- εὔσημον
- значимое
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
εὔσημον — εὔσημος of good signs masc/fem acc sg εὔσημος of good signs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύσημος — η, ο (ΑΜ εὔσημος, ον Α και εὔσαμος, ον) λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύσημο ή τα εύσημα διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση μσν. (για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί… … Dictionary of Greek
CROTON — civitas Italiae, olim Brutiorum, celeberrima et saluberrima, ad Aeserum fluv. In ora maris Ionii, Democede, Medicô Polycratis et Darii, Herodot. l. 3. Alcmaeone, similiter Medicô, Pythagorae discipul, cuius Favorinus meminit; Orphcô Poetâ, etc.… … Hofmann J. Lexicon universale